ερισμαραγος

ερισμαραγος
    ἐρισμάραγος
    ἐρι-σμάρᾰγος
    2
    (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий
    

(Ζεύς Hes.; ἀστραπή Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ερισμαραγος" в других словарях:

  • ερισμάραγος — ἐρισμάραγος, ον (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.) 2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.) 3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) +… …   Dictionary of Greek

  • ἐρισμάραγος — loud thundering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμάραγον — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem acc sg ἐρισμάραγος loud thundering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγοιο — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγου — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρισμαράγων — ἐρισμάραγος loud thundering masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»